λαβομάνο

λαβομάνο
το
είδος νιπτήρα με λεκάνη και δοχείο νερού για νίψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava-mano].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαβομάνο — το (λ. ιταλ.), ο νιπτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιπτήρας — νιπτήρας, ο και νιφτήρας, ο εγκατάσταση για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών, αλλ. λαβομάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”